- κρεβατώνομαι
- κρεβατώνομαι, κρεβατώθηκα, κρεβατωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
κρεβατώνω — κρεβάτωσα, κρεβατώθηκα, κρεβατωμένος,1. αναγκάζω κάποιον να πέσει στο κρεβάτι ασθενής. 2. το μέσ., κρεβατώνομαι σημαίνει ότι αναγκάζομαι να πέσω στο κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)